Ποιος δρόμος για εξωστρέφεια;

Η αύξηση των εξαγωγών και η ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας, αποτελούν για τη χώρα τη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση για την επιβίωσή της στον 21ο αιώνα.

Η ελληνική οικονομία και μαζί με αυτή ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο, βρίσκονται στη δίνη ενός αυξανόμενου συνολικού χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου, το οποίο αν για την ώρα παραμένει σε υποφερτά επίπεδα, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στα διεθνή χαμηλά επιτόκια και στην προσπάθεια των εταίρων δανειστών μας να κρατήσουν την Ελλάδα εντός της Ευρωζώνης. Δυστυχώς όμως στη χώρα δεν γίνεται σχεδόν καμία σοβαρή προσπάθεια απεγκλωβισμού από τη δίνη του χρέους, με παράλληλη ενίσχυση του παραγωγικού ιστού της χώρας, που είναι και η βασικότερη προϋπόθεση για την έξοδό της από τη συνολική της κρίση.

Από την άλλη πλευρά, σε επίπεδο αντιλήψεων και συμπεριφορών, σημαντικές έρευνες δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία δεν έχει αντιληφθεί το λόγο για τον οποίο βρίσκεται σε κρίση αλλά και ότι για να ξεπεράσει το φαινόμενο αυτό πρέπει να κινητοποιήσει τις δικές της δυνάμεις. Οφείλει να επισημανθεί εν τούτοις ότι αρκετοί φορείς στην Ελλάδα, όπως το ΙΟΒΕ, ο ΣΕΒ, ο ΣΕΒΤ, ο ΕΣΒΕΠ και το ΚΕΠΕ, με έμφαση επισημαίνουν ότι η οποιαδήποτε παραγωγική ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να είναι το προϊόν και το αποτέλεσμα της μεγαλύτερης δυνατής εξωστρέφειας του συνολικού μας συστήματος παραγωγής πλούτου. Και στο επίπεδο αυτό τίθεται το ζωτικό ερώτημα ναι στην εξωστρέφεια, αλλά πως;

Δεν είναι λίγοι οι οποίοι, είτε αφελώς, είτε ιδιοτελώς, υποστηρίζουν ότι ως εκ θαύματος η εξωστρέφεια θα έρθει αν η Ελλάδα αποχωρήσει από την Ευρωζώνη και ως εκ τούτου υιοθετήσει δικό της εθνικό νόμισμα. Αυτή είναι μια υπεραπλουστευμένη εκδοχή, η οποία σκοπίμως, κατά την εκτίμησή μας, προσποιείται ότι αγνοεί πως το ελληνικό πρόβλημα είναι παραγωγικό και όχι νομισματικό. Διότι σε μια χώρα που βρίσκεται σε κρίση χρέους και η οποία πραγματοποιεί 40 δις ευρώ εισαγωγές και μετά βίας  20 δις ευρώ εξαγωγές, αυτό σημαίνει ότι έχει σοβαρό πρόβλημα όχι ζήτησης αλλά δημιουργίας προσφοράς. Κατά συνέπεια, η έξοδος από μια σταθερή νομισματική ένωση θα οδηγήσει στον πλήρη καταποντισμό της ήδη ασθενούς παραγωγής και άρα στη γενίκευση της φτώχιας. Άρα, υπό αυτές τις συνθήκες, το πρόβλημα είναι η ενίσχυση του παραγωγικού ιστού ώστε μέσα από την ενδυνάμωσή του να τονωθεί η προσφορά, η οποία με τους κατάλληλους χειρισμούς θα μπορούσε να δημιουργήσει και τις απαραίτητες συνθήκες για την επώνυμη ζήτηση ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.

Το πρόβλημα όμως είναι πως δημιουργείται αυτή η προσφορά και κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Ακόμα, ένα άλλο ερώτημα είναι πόσο χρόνο θα πάρει η δημιουργία αυτής της προσφοράς και πάνω σε ποιες υποδομές θα μπορούσε να στηριχθεί; Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δημιουργία προσφοράς σε μια οικονομία απαιτεί συλλογική κινητοποίηση των δυνάμεών της κατά κύριο λόγο σε ανθρώπινους και πνευματικούς πόρους. Για να το πούμε με πιο απλά λόγια, θα πρέπει και οι πολίτες αυτής της χώρας να θέλουν την παραγωγική οικονομία, να μπορούν να τη στηρίξουν και να κατανοούν βέβαια ποιος είναι ο ρόλος της στη δημιουργία ευημερίας.

Στο πλαίσιο αυτών των σκέψεων, στη χώρα πρέπει να γίνουν σοβαρότατες μεταρρυθμίσεις στη διοικητική της οργάνωση, στην παιδεία της, στην πολιτιστική της συμπεριφορά και βεβαίως στην στρατηγική της για την βελτίωση της παγκόσμιας εικόνας της. Στο σημείο αυτό δεν μπορώ να μην επισημάνω ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος από το «κεφάλαιο συμπάθειας» που διέθετε και είναι δύσκολο να υπολογιστεί αυτή η απώλεια τι αντιπροσωπεύει σε υλικούς όρους. Σε κάθε περίπτωση όμως η επανάκτηση του «κεφαλαίου συμπάθειας» απαιτεί εφευρετικές και συνεπείς στις υποχρεώσεις της χώρας επικοινωνιακές πολιτικές προσαρμοσμένες στις σύγχρονες συνθήκες που διέπουν την παγκόσμια διακίνηση πληροφοριών, εικόνων και γνώσεων.

Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι η ανάγκη να επανεξεταστούν πρακτικές και συμπεριφορές του παρελθόντος θα αποτελέσει εθνικό στόχο, με πρώτη προσπάθεια την αποκατάσταση της εικόνας, ώστε μέσα από αυτή τη διαδικασία η εξωστρέφεια να στηριχθεί  σε επώνυμη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Εν κατακλείδι, η χώρα συλλογικά θα πρέπει να καταβάλλει την ίδια προσπάθεια που έκανε το 2004, όταν τότε, με απόλυτη επιτυχία, διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, χάνοντας όμως στη συνέχεια το στοίχημα του αποκαλούμενου Trade Mark Ελλάς. Το trade mark σήμερα αποτελεί πολύτιμο άυλο κεφάλαιο που, αν θέλουμε, μπορεί να αξιοποιηθεί στα πλαίσια μιας συνολικότερης επενδυτικής εκστρατείας, με εν δυνάμει σημαντικά οφέλη για τη χώρα.

του Νίκου Καραγεωργίου – Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανικών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ)

Related