Δώστε Brand στα προϊόντα σας λέει ο Γ. Στουρνάρας
Δώστε brand στα προϊόντα σας συστήνει στους βιομηχάνους τροφίμων ο Γιάννης Στουρνάρας και από το βήμα της εκδήλωσης του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων τόνισε «δίνοντας brand name σε κάποιο προϊόν επιτυγχάνουμε δύο πράγματα: πρώτον, αυξάνουμε την ελκυστικότητά του προς τους καταναλωτές και, δεύτερον, προσθέτουμε αξία».
Η υστέρηση των εξαγωγών οφείλεται εν μέρει και σε εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες, που εμποδίζουν τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και αφορούν άλλες πτυχές εκτός του κόστους, όπως η ποιότητα των προϊόντων, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και η καθιέρωση επωνυμίας (branding), η γραφειοκρατία κ.λπ. Η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα στην πέμπτη θέση της ΕΕ μετά την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία ως προς τον αριθμό των προϊόντων που έχουν κατοχυρωθεί στην ευρωπαϊκή λίστα των προϊόντων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ή Προστατευόμενης Γεωγραφικής Περιοχής ενώ είναι μικρή η συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και διανομής.
Γράφει η Gillian Rothschild
Ο Γιάννης Στουρνάρας στηλίτευσε επίσης την μικρής έκτασης υιοθέτηση της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ με αποτέλεσμα να υπάρχουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό. Ο ρόλος της εγχώριας βιομηχανίας τροφίμων είναι θεμελιώδης για την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία και για την ελληνική οικονομία ευρύτερα, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ.
Τα επεξεργασμένα τρόφιμα είναι μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στην Ελλάδα, με προστιθέμενη ακαθάριστη αξία ανά εργαζόμενο ύψους 38,8 εκατομμυρίων ευρώ το 2014. Αυτό αντιστοιχούσε σε μερίδιο 25,4% σε όρους ακαθάριστης αξίας και 27,4% σε όρους απασχόλησης της συνολικής μεταποίησης, γεγονός που την κατατάσσει πρώτη ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης. Σε σύγκριση με το μέσο όρο των χωρών-μελών της ΕΕ, ο τομέας τροφίμων στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερη συμβολή στη συνολική μεταποίηση σε όρους αξίας παραγωγής, αριθμού επιχειρήσεων, κύκλου εργασιών, αριθμού απασχολουμένων και ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η παραγωγή του κλάδου τροφίμων μειώθηκε σταθερά κατά τα πρώτα χρόνια της ύφεσης, σημειώνοντας ρυθμό συρρίκνωσης 2,9% ετησίως κατά μέσο όρο μεταξύ 2008 και 2012. Όμως, λόγω της ανελαστικότητας της σχετικής ζήτησης, η παραγωγή τροφίμων παρουσίασε μικρότερη μεταβλητότητα και ηπιότερη πτώση σε σύγκριση με τη συνολική μεταποιητική παραγωγή. Μέχρι και το 2012, η αρνητική μεταβολή του Δείκτη Όγκου Παραγωγής ήταν μικρότερη στα τρόφιμα από ό,τι στη μεταποίηση, ενώ από το 2013 και μετά, η παραγωγή του κλάδου τροφίμων ανέκαμψε καταγράφοντας ανοδικές τάσεις. Το 2014-2016 η θετική μεταβολή του Δείκτη Όγκου Παραγωγής Τροφίμων ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στο σύνολο της μεταποίησης, και έφτασε περίπου το 3%.
Επιπρόσθετα, η εξέλιξη της παραγωγής των περισσότερων υποκλάδων των τροφίμων μετά το 2015 είναι θετική. Ο κλάδος παραγωγής ειδών αρτοποιίας και αλευρωδών, ο κλάδος επεξεργασίας και συντήρησης φρούτων και λαχανικών και ο κλάδος παραγωγής προϊόντων αλευρόμυλων, αμύλων και προϊόντων αμύλου βρίσκονται σε επίπεδα παραγωγής πάνω από το 2010. Συνεπώς, η ελληνική βιομηχανία τροφίμων συνεχίζει σταθερά να συνιστά μία από τις κινητήριες δυνάμεις της ελληνικής μεταποίησης και βασικό μοχλό της ανάπτυξης.
Στην Ελλάδα, η βιομηχανία τροφίμων απαρτίζεται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, υπάρχουν όμως ορισμένες μεγάλες εταιρίες που έχουν επεκταθεί, με την ίδρυση θυγατρικών σε άλλες χώρες, κυρίως στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ένα βασικό χαρακτηριστικό του τομέα της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων είναι η δομή του, καθώς περίπου 230 μεγάλες επιχειρήσεις παράγουν το 70% της συνολικής παραγωγής, ενώ 14.000 μικρές επιχειρήσεις παράγουν το υπόλοιπο 30% της παραγωγής. Αυτές οι μικρές επιχειρήσεις συμβάλλουν σημαντικά στην απασχόληση στις αγροτικές περιοχές αλλά και στη διαφοροποίηση της παραγωγής του κλάδου, καθώς εξειδικεύονται στην παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων υψηλής ποιότητας.
Ο τομέας παρουσιάζει σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Κατά την περίοδο 2010-2015, ο κλάδος των μεταποιημένων τροφίμων και ποτών αντιπροσώπευε το 11,1% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών και το 9,8% των ελληνικών εισαγωγών. Ανάμεσα στα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα είναι το ελαιόλαδο, τα επεξεργασμένα λαχανικά και φρούτα καθώς και τα γαλακτοκομικά.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η εξαγωγική επίδοση του κλάδου επεξεργασμένων τροφίμων και ποτών (ο λόγος των εξαγωγών προς την ακαθάριστη αξία παραγωγής) αυξήθηκε από 33% το 2008 στο 45% το2015, ενώ η εισαγωγική διείσδυση στον κλάδο (ο λόγος των εισαγωγών προς τη φαινόμενη κατανάλωση) παρέμεινε σχετικά στάσιμη, με αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου του κλάδου.
Συνολικά, την περίοδο 2010-2015 η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και της εξαγωγικής επίδοσης του κλάδου των τροφίμων και ποτών ήταν αξιόλογη. Το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε σε 1,1 δισεκ. ευρώ το 2015, στο χαμηλότερο δηλαδή επίπεδο από το 2008, από περίπου 2,3 δισεκ. ευρώ το 2010. Η μείωση αυτή στο εμπορικό έλλειμμα του κλάδου προήλθε πρωτίστως από τις εξαγωγές, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 5,8% ετησίως κατά μέσο όρο, αλλά και από τις εισαγωγές, οι οποίες κατέγραψαν ελαφρά μείωση κατά 0,9% ετησίως. Σημειώνεται, ότι γενικά στον τομέα των τροφίμων και ποτών, οι κυριότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδος είναι οι χώρες της ΕΕ. Το σύνολο των εξαγωγών προς την ΕΕ φτάνει περίπου το 70% και το σύνολο των εισαγωγών το 80%.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό εξωστρέφειας του κλάδου είναι ότι το μερίδιο αγοράς των ελληνικών τροφίμων και ποτών είναι υψηλότερο (σχεδόν τριπλάσιο) από εκείνο των συνολικών ελληνικών εξαγωγών και ιδιαίτερα των εξαγωγών προς την ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά έχουν καλύτερη αντιπροσώπευση στις αγορές του εξωτερικού από τα ελληνικά προϊόντα ως σύνολο. Εντούτοις, η θέση του κλάδου στις αγορές του εξωτερικού και ιδιαίτερα σε χώρες εκτός ΕΕ έχει αποδυναμωθεί, παρά τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους/μισθών, που θα μπορούσε να δράσει ευνοϊκά σε έναν κλάδο εντάσεως εργασίας όπως αυτός. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται εν μέρει στη μετανάστευση επιχειρήσεων προς γειτονικές χώρες με χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης. Η μετανάστευση αυτή οδηγεί σε υποκατάσταση των ελληνικών εξαγωγών με εγχώρια παραγωγή στις χώρες αυτές.
Παρά την ανάκτηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, οι εξαγωγές υπολείπονται του επιπέδου που θα αναμενόταν, με βάση τις ιστορικές συσχετίσεις μεταξύ των δύο αυτών μεγεθών. Αυτό μπορεί εν μέρει να αποδοθεί στην έλλειψη ικανής χρηματοδότησης και το υψηλότερο κόστος δανεισμού, την αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση, η οποία επιβραδύνει ή και ανακόπτει την πρόοδο προς την αποκατάσταση της συνολικής ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, η υστέρηση των εξαγωγών οφείλεται εν μέρει και σε εγγενείς διαρθρωτικές αδυναμίες, που εμποδίζουν τη διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και αφορούν άλλες πτυχές εκτός του κόστους, όπως η ποιότητα των προϊόντων, η προστατευόμενη ονομασία προέλευσης και η καθιέρωση επωνυμίας (branding), η γραφειοκρατία κ.λπ. Δίνοντας brand name σε κάποιο προϊόν επιτυγχάνουμε δύο πράγματα: πρώτον, αυξάνουμε την ελκυστικότητά του προς τους καταναλωτές και, δεύτερον, προσθέτουμε αξία. Η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα στην πέμπτη θέση της ΕΕ μετά την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία ως προς τον αριθμό των προϊόντων που έχουν κατοχυρωθεί στην ευρωπαϊκή λίστα των προϊόντων Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης ή Προστατευόμενης Γεωγραφικής Περιοχής.
Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία συνεκτιμά επιπλέον παραμέτρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας πλην των τιμών, αφού βελτιώθηκε τη διετία 2013-2014 (σύμφωνα με μια σειρά από δείκτες που καταρτίζονται από τον ΟΟΣΑ, την Παγκόσμια Τράπεζα και το World Economic Forum), παρουσιάζει πλέον ενδείξεις στασιμότητας ή και οπισθοχώρησης. Σύμφωνα με το δείκτη “ευχέρειας στο επιχειρείν” (Ease of Doing Business) της Παγκόσμιας Τράπεζας, η θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη υποχώρησε από την 58η στην 61η μεταξύ 190 κρατών. Σύμφωνα με το “δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας” του World Economic Forum, η θέση της Ελλάδας υποχώρησε το 2016 από την 81η στην 86η μεταξύ 138 κρατών, ενώ, σύμφωνα με τον πίνακα επιδόσεων παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του IMD, η Ελλάδα έπεσε κατά 6 θέσεις και το 2016 βρέθηκε στην 56η θέση μεταξύ 61 κρατών. Σύμφωνα με τις εκθέσεις αυτές, και παρά την αδιαμφισβήτητη πρόοδο που έχει σημειωθεί τα προηγούμενα έτη, η Ελλάδα συνεχίζει να κατατάσσεται στη χαμηλότερη θέση τόσο μεταξύ των οικονομιών της ΕΕ-28 όσο και μεταξύ όλων των προηγμένων οικονομιών.
Η χαμηλή διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά σχετίζεται με την υποτονική συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμια δίκτυα παραγωγής και διανομής. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (global value chains) είναι χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ που έχουν παρόμοιο μέγεθος, παρά τη σχετικά ευνοϊκή γεωγραφική της θέση. Συγκεκριμένα, το 2011, ο δείκτης συμμετοχής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας κατά τον ΟΟΣΑ ήταν 43% στην Ελλάδα, σε σχέση με 63% στην Ουγγαρία, 66% στη Σλοβακία και 50% στην Πορτογαλία.
Οι λόγοι για τη χαμηλή συμμετοχή της Ελλάδας στα παγκόσμια δίκτυα είναι, μεταξύ άλλων: (α) η χαμηλή εξειδίκευση σε βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα μεσαίας ή υψηλής τεχνολογικής έντασης, τα οποία προσφέρονται για την ανάπτυξη εκτενών αλυσίδων αξίας, (β) το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, που δυσχεραίνει την ένταξη σε παγκόσμια δίκτυα λόγω της αδυναμίας να εγγυηθούν σταθερό εφοδιασμό και αμετάβλητο επίπεδο ποιότητας και (γ) τα χαμηλά επίπεδα ξένων άμεσων επενδύσεων, τα οποία σχετίζονται με δομικούς παράγοντες της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι η γραφειοκρατία και το ασταθές ρυθμιστικό και φορολογικό πλαίσιο, αλλά και με τη γενικότερη αβεβαιότητα στο μακροοικονομικό περιβάλλον της χώρας.
Η σημασία της ένταξης των ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας είναι δυνητικά πολύ σημαντική για την αύξηση της εξωστρέφειας και, κατά συνέπεια, της παραγωγικότητάς τους. Τα οφέλη αυτά επιτυγχάνονται μέσω της μεταφοράς τεχνογνωσίας και νέων επιχειρηματικών πρακτικών, της συμμόρφωσης με κανόνες και πρότυπα ποιότητας, της μίμησης πιο σύνθετων προϊόντων και παραγωγικών διαδικασιών, καθώς και μέσω της μετάδοσης πληροφοριών για τις προτιμήσεις των ξένων καταναλωτών.
Στον κλάδο των τροφίμων, όπου η διεθνοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας διατρέχει πλέον όλα τα στάδια – από την πρωτογενή παραγωγή έως την τροφοδοσία των τελικών καταναλωτών – και ο διεθνής ανταγωνισμός κόστους έχει ενταθεί σημαντικά, η ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων στα παγκόσμια εφοδιαστικά δίκτυα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις εξής προκλήσεις: (α) τη συγκέντρωση του κλάδου, ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητά του και να αυξηθεί η διαπραγματευτική ισχύς των μικρών προμηθευτών ως προς τους ξένους εισαγωγείς λιανικού εμπορίου, (β) τη στροφή προς την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας, που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καταναλωτών αναφορικά με την υγιεινή διατροφή, την κοινωνική ευθύνη κ.λπ. Η εισαγωγή προτύπων παραγωγής, συγκομιδής, διασφάλισης ποιότητας και συσκευασίας δύναται να λειτουργήσει θετικά και για την εγχώρια αγορά, ώστε η παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας να συμβάλει αφενός στη βελτιστοποίηση της ποιότητας των προσφερόμενων στον καταναλωτή προϊόντων και αφετέρου στην εξισορρόπηση της σχέσης τιμής-ποιότητας.
Εξαιτίας της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας κόστους που έλαβε χώρα τα προηγούμενα χρόνια υπάρχουν σημαντικά περιθώρια αύξησης των εξαγωγών στο εγγύς μέλλον. Πέρα από τις προαναφερθείσες αδυναμίες, προαπαιτούμενο για την ενίσχυση της εξαγωγικής βάσης των εξωστρεφών επιχειρήσεων είναι οι νέες επενδύσεις. Οι νέες επενδύσεις, διευκολύνοντας την καινοτομία και την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, θα διευρύνουν την εξαγωγική βάση και ταυτόχρονα θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, αυξάνοντας τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής της ελληνικής οικονομίας. Αυτό με τη σειρά του θα καταστήσει διατηρήσιμη τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών και θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Το περαιτέρω άνοιγμα προς τις αγορές του εξωτερικού, η συμμετοχή σε παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και η αύξηση των εμπορικών δεσμών με χώρες και επιχειρήσεις που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα, θα έχει ως συνέπεια την απορρόφηση νέων τεχνολογιών από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις και τη διάχυσή τους στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ενισχύοντας τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές της προοπτικές.
Παρά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, οι αγορές προϊόντων στην Ελλάδα παραμένουν μεταξύ των πλέον ρυθμιζόμενων (regulated) αγορών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ένας καθοριστικός παράγοντας της ανταγωνιστικότητας είναι η ποιότητα του συνόλου των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία των αγορών. Αυτοί θα πρέπει να προωθούν τον ανταγωνισμό, τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Υπερβολική ρύθμιση, υψηλός βαθμός προστατευτισμού, γραφειοκρατία και πολύπλοκη νομοθεσία συνδέονται γενικά με μεγαλύτερη αναποτελεσματικότητα και χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Ακριβώς επειδή το ρυθμιστικό πλαίσιο της ελληνικής οικονομίας χρειάζεται ενίσχυση, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια αποκόμισης οφελών από την κανονιστική μεταρρύθμιση. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει δώσει εκ νέου έμφαση στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία στον τομέα της μεταποίησης και του λιανεμπορίου τροφίμων. Η αύξηση του ανταγωνισμού σε αγορές αγαθών και υπηρεσιών, μέσα από την άρση των ρυθμιστικών εμποδίων στην είσοδο νέων επιχειρήσεων και στη λειτουργία τους, οδηγεί μακροπρόθεσμα σε αύξηση της απασχόλησης και σε μείωση των τιμών, άρα σε οφέλη για τον καταναλωτή και την οικονομία γενικότερα.
Το πρόγραμμα αξιολόγησης των συνθηκών ανταγωνισμού στην Ελλάδα, βάσει της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ (OECD competition assessment toolkit), ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2013, υλοποιήθηκε με διαδοχικές αναθέσεις σε διάρκεια τριών χρόνων και εξέτασε συνολικά το νομοθετικό πλαίσιο για 14 από τους σημαντικότερους τομείς της οικονομίας.
Η 3η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ είναι το μεγαλύτερο έργο τόσο σε έκταση νομοθετημάτων που εξετάστηκαν, σε αριθμό δυνητικών εμποδίων στον ανταγωνισμό που εντοπίστηκαν, όσο και στο πλήθος των συστάσεων που διατυπώθηκαν.
Οι συστάσεις που διατυπώθηκαν είχαν σκοπό να άρουν τις υφιστάμενες στρεβλώσεις και να ενταθεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων, προκειμένου να δημιουργηθούν πολλαπλασιαστικά οφέλη στους καταναλωτές, στις επιχειρήσεις, στα δημόσια έσοδα και συνολικά στην ανταγωνιστικότητα. Τα μέτρα που προτείνονται μειώνουν το κόστος κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού, παρέχουν περαιτέρω κίνητρα για την καινοτομία και τη μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων και ενισχύουν σημαντικά τον ανταγωνισμό. Τα οφέλη κατά κανόνα είναι οι χαμηλότερες τιμές και μεγαλύτερη επιλογή και ποικιλία για τους καταναλωτές. Συχνά αυτό προκύπτει από την είσοδο νέων, πιο αποτελεσματικών επιχειρήσεων, ή από υπάρχοντες προμηθευτές, οι οποίοι, κάτω από την πίεση του ανταγωνισμού, αναζητούν πιο αποδοτικές μορφές παραγωγής.
Παρά την πρόοδο που επιτεύχθηκε με την εφαρμογή μεγάλου μέρους των συστάσεων του ΟΟΣΑ, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εμφανίζει στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό σε επιμέρους αγορές και έχει σημαντικά περιθώρια απελευθέρωσης της δυναμικής της. Ωστόσο, για να εξασφαλιστεί ότι τα οφέλη αυτά θα φθάσουν πραγματικά στους Έλληνες καταναλωτές, είναι σημαντικό να εφαρμοστούν πλήρως τα προτεινόμενα μέτρα. Μερική άρση των περιορισμών θα αποφέρει μόνο μερικά αποτελέσματα. Βασικός πυλώνας για ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι η θέσπιση ενός αποτελεσματικού νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
